κατασπαθώ — κατασπαθῶ, άω (Α) καταναλώνω με ηδυπάθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σπαθῶ (< σπαθῶ «καταναλώνω, ξοδεύω»), πρβλ. δıα σπαθώ, εν σπαθώ] … Dictionary of Greek
ασπάθητος — ἀσπάθητος, ον (Α) [σπαθώ ( άω)] 1. (για ύφασμα) αυτός που δεν έχει χτυπηθεί πολύ με τη σπάθη* του αργαλιού, που δεν έχει πυκνή ύφανση 2. (για παράταξη στρατιωτών) ο αραιός … Dictionary of Greek
ενσπαθώ — ἐνσπαθῶ, άω (Α) [σπαθώ] διασπαθίζω, σπαταλώ … Dictionary of Greek
ευσπάθητος — εὐσπάθητος, ον (Α) ο υφασμένος προσεκτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σπαθητός (< σπαθώ «κτυπώ το στημόνι με τη σπάθη τού αργαλειού»)] … Dictionary of Greek
καιροσπάθητος — καιροσπάθητος, ον (Α) πυκνά υφασμένος, στερεός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καῖρος «τα νήματα τού στημονιού τού αργαλειού» + σπάθητος (< σπαθῶ «υφαίνω σφιχτά»), πρβλ. ευ σπάθητος, λεπτο σπάθητος] … Dictionary of Greek
λεπτοσπάθητος — λεπτοσπάθητος, ον (Α) υφασμένος με λεπτό τρόπο, λεπτοϋφασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * (< επίρρ. λεπτά) + σπαθητός (< σπαθῶ, άω < σπάθη), πρβλ. ευ σπάθητος, καιρο σπάθητος] … Dictionary of Greek
σπάθημα — ήματος, τὸ, ΜΑ [σπαθῶ] μσν. φρ. «σπάθημα φρενῶν» ευφυής άνθρωπος, πανούργος αρχ. (για ύφασμα) ο πυκνά υφασμένος με σπάθη, κρουστός … Dictionary of Greek
σπάθησις — ήσεως, ἡ, ΜΑ [σπαθῶ] μσν. διασπάθιση, σπατάλη αρχ. το να χτυπά κανείς το ύφασμα με τη σπάθη για να γίνει πιο πυκνό … Dictionary of Greek
σπαθητής — ὁ, Α [σπαθώ] σπάταλος, άσωτος … Dictionary of Greek
σπαθητός — ή, όν και δωρ. τ. σπαθατός, ά, όν, Α [σπαθῶ] 1. (για ύφασμα) πυκνά υφασμένος, κρουστός 2. (κατά τον Ησύχ.) «σπαθητόν γυναικεῑον» … Dictionary of Greek